- χρυσαροβίνη
- η, Ν(φαρμ.) ισχυρό αναγωγικό και ερεθιστικό τού δέρματος, που χρησιμοποιείται τοπικά επί ψωριάσεως, αλλά είναι τοξικό για τους νεφρούς και τα μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chrysarobin < chrys- (< χρυσ[ο]-*) + -arob- (< araroba «είδος εξωτικού δένδρου», λ. τής γλώσσας Τούπι) + κατάλ. -in τής χημ. ορολογίας (πρβλ. -ίνη). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Θεόδ. Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.